- ἡμιπέρσης
- ἡμι-πέρσης, ου, ὁ,A half a Persian, Oenom. ap. Eus.PE 5.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιπέρσης — ἡμιπέρσης, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ Πέρσης … Dictionary of Greek
ἡμιπέρσης — half a Persian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek